σιταποθήκη

σιταποθήκη
η зернохранилище, зерносклад, хлебный склад; амбар

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σιταποθήκη" в других словарях:

  • σιταποθήκη — η αποθήκη σιτηρών: Το σιτάρι έμεινε απούλητο και σάπισε στη σιταποθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιταποθήκη — η, Ν αποθήκη σιταριού και άλλων δημητριακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό Αιγιναία] …   Dictionary of Greek

  • τετρασίριον — τὸ, Α μικρή τετραγωνική σιταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σίριον (< σιρός «σιταποθήκη)] …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • ενσιρώνω — και ενσιρώ ( όω) [σιρός] αποθηκεύω γεωργικά προϊόντα σε σιρό, σε σιταποθήκη …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • θησαυρικός — θησαυρικός, ή, όν (Α) [θησαυρός] 1. θησαυριστικός, αποταμιευτικός, αυτός που έχει τη συνήθεια να αποταμιεύει 2. ο αναφερόμενος στον θησαυρό, δηλαδή στη δημόσια αποθήκη σιτηρών 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θησαυρικόν φόρος για την αποθήκευση σιταριού στη …   Dictionary of Greek

  • οριάριος — ὁριάριος και ὁρειάριος ὁ (ΑΜ) φύλακας, επιστάτης σιταποθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horrearius < horreum «σιταποθήκη»] …   Dictionary of Greek

  • πόδωμα — (I) το, Ν [πούς, ποδός] ναυτ. το κάτω μέρος ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου. (II) τὸ, Α 1. δάπεδο, βάση 2. σιταποθήκη 3. φρ. «τέλος ποδώματος» φόρος αποθηκεύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρόν)] …   Dictionary of Greek

  • ρογός — (I) (ῥογός) ὁ, Α σιταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σικελική λ. άγνωστης προέλευσης. Η σύνδεσή της με το λατ. rogus «φωτιά» δεν θεωρείται πιθανή (πρβλ. και γοτθ. rika «σωρεύω»)]. (II) και ρόγος, ο, Ν η υγρασία τού εδάφους που είναι αναγκαία για την ανάπτυξη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»